ψήφος

ψήφος
η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α
καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν ψήφων ὁ ἀριθμὸς ἐξ ἴσου γενόμενος τὸν φεύγοντα μᾱλλον ὠφέλησεν ἢ τὸν διώκοντα», Αντιφ.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε άλλο μέσο που χρησιμοποιείται σήμερα σε ψηφοφορία, όπως είναι το ψηφοδέλτιο
2. (νομ.) μέσο με το οποίο εκφράζεται η βούληση ορισμένου υποκειμένου σε σχέση προς ένα συγκεκριμένο θέμα ή ερώτημα ή υπέρ κάποιου προσώπου
3. η έκφραση γνώμης, ιδίως ευνοϊκής, με τον τρόπο αυτό, υπερψήφιση, επιδοκιμασία, έγκριση («η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή»)
4. το δικαίωμα τού να ψηφίζει κανείς («άργησε να δοθεί ψήφος στις γυναίκες»)
5. το εκλογικό σύστημα («αναλογική ψήφος»)
6. φρ. «συμβουλευτική ψήφος» — βλ. συμβουλευτικός
αρχ.
1. μικρή πέτρα που έχει γίνει στρογγυλή και λεία από την μακροχρόνια τριβή, βότσαλο, χοχλάδι
2. πολύτιμος λίθος, πετράδι («δακτυλικὴν ψῆφόν τις ἔχων περὶ δάκτυλα χειρῶν», Ανθ. Παλ.)
3. αριθμός («ἄρτιον... ψᾱφον», Επίχ.)
4. λιθαράκι που τό χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι τών πεσσών
5. χαλίκι ή κλήρος με τον οποίο γινόταν η ψηφομαντεία («ἡ διὰ ψήφων μαντική», Απολλόδ.)
6. ψηφοφορία («οἷς ἂν πλείστη γένηται ψῆφος», Πλατ.)
7. ο τόπος όπου διεξάγεται ψηφοφορία
8. κάθε απόφαση ή δόγμα άρχοντα ή μονάρχη («ψῆφον τυράννων», Σοφ.)
9. (γενικά) ικανότητα κρίσεως
10. μτφ. επιρροή
11. συν. στον πληθ. αἱ ψῆφοι
λιθαράκια με την βοήθεια τών οποίων αριθμούσαν ή έκαναν υπολογισμούς
12. φρ. α) «ψήφοις λογίζομαι»
i) αριθμώ με την βοήθεια λιθαριών (Ηρόδ.)
ii) υπολογίζω ακριβώς (Αριστοφ.)
β) «καθαραὶ ψῆφοι» — ακριβείς λογαριασμοί (Δημοσθ.)
γ) «ψῆφος ἄμμου» — κόκκος άμμου (ΠΔ)
δ) «ψήφῳ διαιρῶ» — ορίζω με ψήφους (Αισχύλ.)
ε) «τὰς ψήφους διανέμομαι» — αριθμώ, λογαριάζω (Ηρόδ.)
στ) «ὑπὸ μιᾱς ψήφου» — ομόφωνα (Αριστοφ.)
ζ) «ψήφους τίθημι» — υπολογίζω με ψηφίδες (Δημοσθ.)
η) «τὴν ψῆφον ἐπάγω» — προτείνω ψηφοφορία (Θουκ.)
θ) «λιθίνη ψῆφος» — ψήφισμα γραμμένο σε λίθινη πλάκα
ι) «βροτῶν ψῆφος» — η κοινή γνώμη (Κρατίν.)
ια) «ψῆφος Ἀθηνᾱς»
(πιθ. σε περίπτωση ισοψηφίας) αθωωτική ψήφος (Φιλόστρ.)
ιβ) «Κόννου ψῆφος» — γνώμη ανάξια λόγου (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆ-φ-ος ανάγεται πιθανότατα στη ρίζα τού ψήω* / ψῆν, με δασεία παρέκταση -φ- (πρβλ. ψάμμος). Προβλήματα, ωστόσο, γεννά ο φωνηεντισμός τού δωρ. τ. ψᾶφος και τού επιθ. ψᾰφαρός, ο οποίος, κατά την επικρατέστερη άποψη, οφείλεται σε Ελληνική καινοτομία, όπως και οι φωνηεντισμοί -ι-, -αι-, -αυ- (πρβλ. ψάμμος, ψίω, ψαύω) τής ίδιας οικογένειας (βλ. λ. ψήω). Η σύνδεση τού τ. ψῆφος με το χεττιτ. paššila- «χαλίκι» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Αρχική σημ. τής λ. ψῆφος είναι «μικρή πέτρα, στρογγυλή και λεία από μακροχρόνια τριβή», από όπου «χαλίκι με το οποίο γινόταν η ψηφοφορία», «ψηφοφορία» και, κατ' επέκταση, «ικανότητα κρίσεως, έκφραση γνώμης μέσω ψηφοφορίας». Στη Νέα Ελληνική η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάθε μέσο με το οποίο διεξάγεται η ψηφοφορία, όπως το ψηφοδέλτιο, και γενικά το εκλογικό σύστημα. Τη λ. ψῆφος, τέλος, στον πληθ. ψῆφοι χρησιμοποιούσαν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «λιθαράκια, χαλίκια με την βοήθεια τών οποίων αριθμούσαν ή λογάριαζαν», από όπου «αριθμός» και το νεοελλ. ψηφίο «καθένα από τα στοιχεία αραβικού αριθμού, σημείο που παριστάνει αριθμό».
ΠΑΡ. ψηφίδα, ψηφίο(ν)
αρχ.
ψηφάς, ψηφίδιον, ψηφικός, ψήφινος, ψηφοῦμαι, ψήφων
αρχ.-μσν.
ψηφίζομαι
μσν.
ψηφεῖον
νεοελλ.
ψηφίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ψηφοθέτης, ψηφοφόρος
αρχ.
ψηφοδέτης, ψηφοειδής, ψηφοθήκη, ψηφοκλέπτης, ψηφολόγος, ψηφομαντεία, ψηφοπαίκτης, ψηφοποιός
μσν.
ψηφοβόλον, ψηφοτερπής
νεοελλ.
ψηφοδέλτιο, ψηφοδόχος, ψηφοθήρας, ψηφολέκτης. (Β' συνθετικό) άψηφος, ισόψηφος, ομόψηφος, πολύψηφος
αρχ.
αντίψηφος, απόψηφος, έμψηφος, λεπτόψηφος, μονόψηφος, νεόψηφος, περίψηφος, σύμψηφος, υπόψηφος
νεοελλ.
δίψηφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψήφος, η — και ο 1. λιθάρι. 2. μολύβδινο σφαιρίδιο που ρίχνουν οι εκλογείς μέσα σε ειδική κάλπη και με το οποίο εκδηλώνουν τη γνώμη τους. 3. ψηφοδέλτιο. 4. η γνώμη που εκφράζεται με την ψήφο: Η κυβέρνηση εκείνη έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης. 5. το δικαίωμα να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψῆφος — a small round worn stone fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψᾶφον — ψῆφος a small round worn stone fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψᾶφος — ψῆφος a small round worn stone fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψῆφοι — ψῆφος a small round worn stone fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψῆφον — ψῆφος a small round worn stone fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόψηφος — θεόψηφος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με την έγκριση τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ψηφος (< ψήφος), πρβλ. ισό ψηφος, πολύ ψηφος] …   Dictionary of Greek

  • ισόψηφος — η, ο (ΑΜ ἰσόψηφος, ον) αυτός που παίρνει ίσο αριθμό ψήφων με κάποιον άλλο αρχ. 1. αυτός που έχει ίση ψήφο με άλλους, αυτός που έχει ίση δύναμη 2. αυτός που έχει την ίδια βαρύτητα, την ίδια επισημότητα με κάποιον άλλο 3. (για λέξεις ή στίχους)… …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • μονόψηφος — μονόψηφος, ον, δωρ. μονόψαφος (Α) 1. αυτός που παίρνει αποφάσεις και ενεργεί μόνος 2. αυτός που γίνεται, που εκτελείται αυτοβούλως, με προσωπική, ανεξάρτητη κρίση και απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ψηφος (< ψῆφος), πρβλ. ισό ψηφος, πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”